- ἀδιακόπου
- ἀδιάκοποςunbrokenmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βερίγγειος θάλασσα — (Bering sea). Βόρεια εξάρτηση (2.280.000 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού, ανάμεσα στην Καμτσάτκα και την Αλάσκα. Ονομάστηκε έτσι (θάλασσα του Μπέρινγκ, για την ακρίβεια) από το όνομα του Δανού εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ (Vitus Bering) που τη… … Dictionary of Greek
Μίμνερμος — (Σμύρνη ή Κολοφών, β’ μισό 7ου αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Ερωτεύτηκε μια αυλήτριδα, τη Ναννώ, το όνομα της οποίας έδωσαν οι Αλεξανδρινοί σε μια συλλογή ελεγειών του· έγραψε επίσης μια Σμυρνηίδα, ιστορικού χαρακτήρα. Κατεχόμενος από τον φόβο του… … Dictionary of Greek